- παραπέσω
- παραπίπτωfall besideaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπέφτω — (παραπέφτω), παράπεσα βλ. πίν. 193 Σημειώσεις: (παραπέφτω) : απαντώνται κυρίως οι τύποι με το αοριστικό θέμα (παράπεσα, να παραπέσω κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής